προτυμβίδιος

προτυμβίδιος
-ία, -ον, Α
αυτός που είναι στημένος ή που βρίσκεται μπροστά από τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τύμβος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ἐπι-τυμβ-ίδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”